ξαπόσταμα

ξαπόσταμα
το, -ατος
ξεκούρασμα, ανάπαυση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξαπόσταμα — το [ξαποσταίνω] ανάπαυση, ξεκούραση …   Dictionary of Greek

  • ξανάσασμα — το [ξανασαίνω] 1. αναπνοή, ανάσα 2. μτφ. ανάπαυση, ξεκούραση από κάματο, ξαπόσταμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”